κατασκόπιον

κατασκόπιον
κατασκόπ-ιον, τό,
A look-out ship, Gell.10.25 (sed leg. -σκοπικόν).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατασκόπιον — κατασκόπιον, τὸ, και κατασκοπίς, ἡ (Α) [κατάσκοπος] κατασκοπευτικό πλοίο …   Dictionary of Greek

  • -σκόπιο — β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής (ελάχιστα είναι τα ουσ. αυτά στην Αρχαία), τα οποία προέρχονταν αρχικά από τα αντίστοιχα ον. σε σκοπος*. Στη συνέχεια, όμως, το β συνθετικό σκόπιο ανεξαρτητοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε με …   Dictionary of Greek

  • κατασκοπίς — κατασκοπίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. κατασκόπιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”